- εὐκλεῶς
- εὐκλεῶς adv. (s. prec. entry; Aeschyl. et al.) pert. to being generally well-spoken of, gloriously φέρειν, of such as suffered in a manner that brought them renown 1 Cl 45:5.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
εὐκλεῶς — εὐκλεής of good report adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεὐκλεῶς — εὐκλεῶς , εὐκλεής of good report adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευκλεής — ές (ΑΜ εὐκλεής, ές, Α ποιητ. τ. εὐκλειής, επικ. τ. ἐϋκλειής) αυτός που έχει καλή φήμη, ένδοξος, ονομαστός, περίφημος (α. «οὐ μάν ἧμιν ἐϋκλεὲς ἀπονέεσθαι» δεν είναι ένδοξο για μάς να αποπλεύσουμε, Ομ. Ιλ. β. «εὐκλέα γλῶσσαν» τραγούδι που υμνεί τη… … Dictionary of Greek